Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (Ν.3869/2010)

Από την πρώτη στιγμή που θεσπίσθηκε στο ελληνικό δίκαιο η δυνατότητα πτώχευσης των φυσικών προσώπων, το γραφείο μας ειδικεύθηκε στη διαδικασία προσφυγής των υπερχρεωμένων προσώπων στη Δικαιοσύνη. Η πολυετής ενασχόλησή μας με το αντικείμενο μας έδωσε τη χαρά να μετράμε συνεχείς επιτυχίες, έχοντας πετύχει ακόμα και ολική διαγραφή χρεών.

Ενημερωνόμαστε αδιάλειπτα σχετικά με τις αλλαγές που επιφέρουν στον νόμο Κατσέλη τόσο οι συνεχείς νομοθετικές τροποποιήσεις όσο και η συνεχώς μεταβαλλόμενη νομολογία των δικαστηρίων και χειριζόμαστε με μεγάλη άνεση και εμπειρία υποθέσεις δημοσίων υπαλλήλων, ιδιωτικών υπαλλήλων, παλιννοστούντων, ρομά, ανέργων αλλά και μικρεμπόρων και εμπόρων που επιθυμούν να εκμεταλλευθούν τις ευεργετικές συνέπειες του νόμου και να απαλλαχθούν από τις οφειλές τους. Τέλος, αναλαμβάνουμε χειρισμό υποθέσεων υπερχρεωμένων σε δεύτερο βαθμό και σας εκπροσωπούμε ενώπιον του Εφετείου, προκειμένου να αναστρέψουμε τυχόν δυσμενή κρίση του δικαστηρίου σε βάρος σας.

 

Ποιοι μπορούν να ζητήσουν υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη (Ν.3869/2018).

Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για την ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Απαλλαγή του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου από τα χρέη του, επιτρέπεται μόνο μία φορά.

Στον νόμο δεν υπάγονται έμποροι και όσοι θεωρούνται ότι ασκούν εμπορία. Ωστόσο, στο ν. 3869/2010 υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ως μικρέμποροι, δηλαδή αυτοί για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού ή  πνευματικού κόπου τους και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών. Αυτά τα πρόσωπα δεν έχουν ανάληψη κινδύνου, σημαντικό επενδυμένο κεφάλαιο, τέτοια έκταση δραστηριότητας και δομή λειτουργίας που να παραπέμπουν σε εμπορική δραστηριότητα με σκοπό το κέρδος. Πρόκειται για βιοπαλαιστές, τεχνίτες και μικροεπαγγελματίες, για τους οποίους δεν δικαιολογείται η υπαγωγή στην έννοια του κερδοσκόπου εμπόρου. Ενδείξεις αποτελούν η έλλειψη καταστήματος ή εμπορικής επιχείρησης, η αυτοπρόσωπη ή έστω με τη βοήθεια κάποιου υπαλλήλου, το ασήμαντο της απόδοσης του καθημερινού μόχθου. Κριτήρια έτσι αποτελούν η απουσία απασχόλησης προσωπικού και η προσωπική ενασχόληση του οφειλέτη, η απουσία ιδιαίτερου εξοπλισμού και επένδυσης κεφαλαίου σε εγκαταστάσεις και ο μικρός κύκλος εργασιών. Υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 και όσοι είναι έμποροι, αλλά έπαυσαν την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους. Αντίστροφα δεν υπάγονται στην  ρύθμιση του ανωτέρω νόμου  οι οφειλέτες που κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών τους είχαν την εμπορική ιδιότητα.

Νομιμοποιούνται και οι ανήλικοι να καταθέσουν αίτηση υπαγωγής, οι οποίοι την καταθέτουν εκπροσωπούμενοι από τον γονέα ή τον επίτροπο, καθώς και τα ανίκανα πρόσωπα, τα οποία την καταθέτουν εκπροσωπούμενοι από τον δικαστικό τους συμπαραστάτη.

 

Ποιες οφειλές δεν υπάγονται στον Ν. 3869/2018.

Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι οφειλές, οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί ή βεβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια, είτε γ) συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, είτε δ) αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου. Ο περιορισμός του εδαφίου α` στοιχείο α` δεν ισχύει όσον αφορά τις οφειλές του εδαφίου β` της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

 

Προδικαστικός συμβιβασμός.

Τα μέρη δύνανται πριν την υποβολή της αίτησης ρύθμισης του παρόντος νόμου να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση που επιλεγεί αυτή η διαδικασία και αποτύχει, ο οφειλέτης δύναται να καταθέσει την αίτηση ρύθμισης του παρόντος ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου με το αναφερόμενο στο άρθρο 4 του Ν. 3869/2018 περιεχόμενο, καθώς και αντίγραφο του πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης.

 

Αρμόδιοι φορείς συνδρομής προδικαστικού συμβιβασμού.

Στο πλαίσιο του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης δύναται να ζητά τη συμβουλευτική συνδρομή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Φιλικού Διακανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (Α` 191) της Ένωσης Καταναλωτών που είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 ή του Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών ή δικηγόρου.

Δυστυχώς όμως, στην πράξη έχουν κάνει την εμφάνισή τους διάφοροι “διαμεσολαβητές”, “γραφεία συμβούλων” κ.λπ. που και υπερβολικές αμοιβές απαιτούν προβάλλοντας “επιτυχίες,” και στις πιο πολλές περιπτώσεις είναι υπαίτιοι με τις πρακτικές τους για την απόρριψη από τα ειρηνοδικεία τόσων πολλών αιτήσεων λόγω τυπικών παραλείψεων.

 

Υποχρέωση Τράπεζας και πιστωτών εν γένει, έκδοσης βεβαίωσης οφειλών.

Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να του παραδώσουν, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνσή του, αναλυτική κατάσταση των οφειλών του προς αυτά, στην οποία θα πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια το ύψος της οφειλής, αναλυόμενο κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, ο αριθμός και η ημερομηνία σύναψης της δανειακής σύμβασης, εφόσον είναι διαθέσιμα, το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή, καθώς και το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης. Σε περίπτωση παράβασης ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει πρόστιμο που ανέρχεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Οι καταγγελίες για τις παραβάσεις αυτές κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α` και β` βαθμού (Ο.Τ.Α.), τα νομικά πρόσωπα αυτών και οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να παραδώσουν σε αυτόν εντός της ανωτέρω προθεσμίας αναλυτική κατάσταση: α) των βεβαιωμένων οφειλών στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦ.Δ.). τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), αναλυόμενες σε κεφάλαιο, προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, αναφέροντας και το επιτόκιο εκπρόθεσμης καταβολής, β) των βεβαιωμένων οφειλών προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α` και β` βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, γ) των βεβαιωμένων ασφαλιστικών οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.

 

Αρμόδιο Δικαστήριο.

Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έ­χει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του.


Διαδικασία μετά την κατάθεση της αίτησης στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο.

Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατάθεσής της. Ο οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αιτήσεώς του να επιδώσει αντίγραφο αυτής στους πιστωτές και τους εγγυητές του. Με την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης προσδιορίζεται επίσης η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε επικυρώνεται ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε συζητείται αι ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός δύο (2) μηνών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης. Μέχρι την ημέρα της επικύρωσης ή της συζήτησης της αναστολής απαγορεύεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη όσον αφορά τις απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν περιληφθεί στην αίτηση του και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του.

 

Προστασία οφειλέτη μέχρι την κύρια συζήτηση της αίτησης.

Μετά τη συζήτηση ενώπιον του ειρηνοδίκη κατά την ημέρα επικύρωσης και, εφόσον δεν έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει κατά του οφειλέτη. Η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεσμεύει όλους τους πιστωτές που έχουν περιληφθεί στην αίτηση. Η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας διατάσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον αυτό πιθανολογεί: α) την ευδοκίμηση της κύριας αίτησης και β) την πρόκληση ουσιώδους βλάβης στα συμφέροντα του αιτούντος.
Πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της. Η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεσμεύει όλους τους πιστωτές που έχουν περιληφθεί στην αίτηση του οφειλέτη.
Οι απαιτήσεις των ιδιωτών πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής.»  Οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους.
Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.